- λαζιά
- λαζιά, ἡ (Μ) [λάζος]μαχαιριά, χτύπημα με λάζο, ένα είδος μαχαιριού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ALAZIA — oppidi nomen. Strabo l. 12. Apud quem sic Hecataeus: Ε᾿πὶ δ᾿ Α᾿λαζία πόλει ποταμὸς ὁ Π῾ῦμος ῥέων διὰ Μυγδόνης πεςίου ἀπὸ δύσεως εν τῆς Δατκυλίτιδος ἐς Π῾υνδ`ακὸν ἐσβαλλει, ἔρνμον δἐ εἴναι νῦν τῦν Α᾿λαζίαν λέγει. Nic. Lloidius … Hofmann J. Lexicon universale
Λαζική — Ιστορική γεωγραφική περιοχή στο βορειοανατολικό τμήμα της Τουρκίας, στις πλαγιές των ορέων του ανατολικού Πόντου, προς τις ακτές της Μαύρης θάλασσας. Η περιοχή ονομάζεται και Λαζία ή Λαζιστάν. Το κλίμα της είναι υποτροπικό, με έντονη υγρασία σε… … Dictionary of Greek